bel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bel (fr)
- : → δείτε τη λέξη beau
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bel < Graham Bell
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bel (fr) αρσενικό
- μονάδα μέτρησης της σχέσης δύο δυνάμεων μέσω του δεκαδικού λογαρίθμου αυτής της σχέσης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bel (sl)