belongings

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

belongings, πληθυντικός αριθμός του belonging

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

belongings (en)

  • τα προσωπικά (μου) αντικείμενα, τα υπάρχοντά (μου)
    When I came back, the train had left with all my belongings.
    Όταν γύρισα πίσω, το τρένο είχε φύγει με όλα μου τα υπάρχοντα.