bequem

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

bequem (de)

  • άνετος
    das Zimmer ist sehr bequem - το δωμάτιο είναι πολύ άνετο