beside

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: besides

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

beside < be- + side

Πρόθεση[επεξεργασία]

beside (en)

  1. κοντά σε, πλάι σε, δίπλα σε
    beside the fireplace - κοντά στο τζάκι
    Sit beside me.
    Κάθησε κοντά μου.
    She took a book and got comfortable beside the fireplace.
    Πήρε ένα βιβλίο και βολεύτηκε πλάι στο τζάκι.
     συνώνυμα: close toby, near και next to
  2. άσχετα με

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]