bias
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bias (en) πληθυντικός: biases ή biasses
- κλίση, τάση υπέρ ή κατά κάποιου· προς ή ενάντια σε κάτι, μια άποψη κ.λπ.
- λοξότητα, λοξοδρόμισμα, που είναι λοξό (όπως κόψιμο υφάσματος, τεμάχιο γης κ.λπ.)· η διαγώνια γραμμή μεταξύ στημονιού και υφαδιού κατά την ύφανση
- (ηλεκτρονική) πόλωση σε ηλεκτρικό κύκλωμα
- (στατιστική) το σφάλμα απόκλισης της αναμενόμενης τιμής που λαμβάνεται από τα δεδομένα ενός δείγματος με την πραγματική τιμή που υπάρχει στον ερευνώμενο πληθυσμό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]bias (en)