biface
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
biface | bifaces |
biface (fr) αρσενικό
- προϊστορικό εργαλείο που χρησίμευε σαν μαχαίρι