bilingüe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

bilingüe (en) αρσενικό ή θηλυκό (πληθ.: bilingües)