bisector
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bisector (en)
- γραμμή ή καμπύλη που χωρίζει ένα ευθύγραμμο τμήμα ή γωνία ή άλλο σχήμα σε δύο ίσα μέρη
- η διχοτόμος γωνίας
- perpendicular bisector: η μεσοκάθετος ευθύγραμμου τμήματος