blaireau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
blaireau < παλαιά γαλλική blarel
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | blaireau | blaireaux |
θηλυκό | blairelle | blairelles |
blaireau (fr) αρσενικό
- ο ασβός