blame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | blame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blames |
αόριστος | blamed |
παθητική μετοχή | blamed |
ενεργητική μετοχή | blaming |
blame (en)
- κατηγορώ, επικρίνω, τα βάζω με κάποιον ή κάτι, λέω ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για κάτι άσχημο
- ↪ Stop blaming your tools.
- Πάψε να τα βάζεις με τα εργαλεία σου.
- ↪ Don’t blame me for that mistake.
- Μην τα βάζεις μαζί μου για αυτό το λάθος.
- ↪ Stop blaming your tools.
Πηγές[επεξεργασία]
- blame - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω