blast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- blast < μέση αγγλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blast | blasts |
blast (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | blast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blasts |
αόριστος | blasted |
παθητική μετοχή | blasted |
ενεργητική μετοχή | blasting |
blast (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκάω, εκρήγνυμαι
Πηγές[επεξεργασία]
- blast (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- blast (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 717. ISBN 9780194325684., λήμμα: πνοή