blend
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blend | blends |
blend (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | blend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blends |
αόριστος | blended |
παθητική μετοχή | blended |
ενεργητική μετοχή | blending |
blend (en)