blinding
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
blinding (en)
- που είναι τόσο φωτεινός που τυφλώνει
- the light from the explosion was blinding even through the protective goggles
- (μεταφορικά) που καταπλήσσει ή εντυπωσιάζει πολύ
- η ενέργεια του τυφλώνω