blocage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
blocage | blocages |
blocage (fr) αρσενικό
- το μπλοκάρισμα
ενικός | πληθυντικός |
blocage | blocages |
blocage (fr) αρσενικό