blockade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

blockade < block + -ade

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
blockade blockades

blockade (en)

  1. ο αποκλεισμός μιας περιοχής, ώστε να μην εισέρχονται σε αυτήν τρόφιμα, φάρμακα ή άλλα εμπορεύματα
  2. τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας blockade
γ΄ ενικό ενεστώτα blockades
αόριστος blockaded
παθητική μετοχή blockaded
ενεργητική μετοχή blockading

blockade (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684. , λήμμα: αποκλείω