blocked
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
blocked (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
blocked (en)
- κλεισμένος, κλειστός (π.χ. δρόμος, αγωγός κ.λπ.)
blocked (en)
blocked (en)