blogo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | blogo | blogoj |
αιτιατική | blogon | blogojn |
blogo (eo)
- (πληροφορική) το ιστολόγιο, το μπλογκ