boşalmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

boşalmak (tr)

  1. (αμετάβατο) αδειάζω, απομένω άδειος.
  2. εκσπερματώνω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]