boast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boast | boasts |
boast (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | boast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boasts |
αόριστος | boasted |
παθητική μετοχή | boasted |
ενεργητική μετοχή | boasting |
boast (en)