bobinette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bobinette bobinettes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bobinette (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) το μάνταλο
    tire la chevillette, la bobinette cherra (extrait du Petit Chaperon Rouge) - τράβηξε τον πείρο και το μάνταλο θα πέσει (από την Κοκκινοσκουφίτσα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη bobine