bobinoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bobinoir | bobinoirs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bobinoir (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) συσκευή που περιτυλίγει κάτι με κλωστή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη bobine