body

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
body bodies

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈbɒdi/
 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

body (en)

  1. σώμα
  2. (προγραμματισμός) σώμα, για συνάρτηση ή μέθοδο, βρόχο (loop), κλπ.
     αντώνυμα: header
    → δείτε τις λέξεις function body και σώμα συνάρτησης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • body στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια