bollard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bollard | bollards |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bollard (fr) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη écluse
ενικός | πληθυντικός |
bollard | bollards |
bollard (fr) αρσενικό