bonbon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bonbon < διπλασιασμός του bon
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bonbon | bonbons |
bonbon (fr) αρσενικό
- η καραμέλα
- (Βέλγιο) μπισκότο
- (μόνο στον πληθυντικό, χυδαίο) οι όρχεις
- tu me casses les bonbons - μου σπας τ' αρχίδια
Επίρρημα[επεξεργασία]
bonbon (fr)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Πριν από τα γράμματα « m », « p » και « b », γράφουμε « m » εκτός από néanmoins, perlimpinpin, panpan και τα παράγωγα του bon, του main και του Istanbul : bonbon, bonbonnière, bonbonne, embonpoint, mainmise, mainmorte, Istanbuliote, Stanbouliote.