border

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
border borders

border (en)

  1. το όριο, το σύνορο, συνοριακός, η γραμμή που χωρίζει δύο χώρες ή περιοχές
    the border between France and Germany - το όριο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας
    The borders of Germany were determined by the peace treaty.
    Τα όρια της Γερμανίας καθορίστηκαν με τη συνθήκη ειρήνης.
    The River Evros forms the border between Greece and Turkey.
    Ο Έβρος αποτελεί το σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
    I am escaping over the border.
    Δραπετεύω περνώντας τα σύνορα.
    border towns - συνοριακές πόλεις
  2. η άκρη, μια μακρόστενη λωρίδα γύρω από την άκρη του κάτι
    Her handkerchief had a lace border.
    Το μαντήλι της είχε δαντέλα στην άκρη.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας border
γ΄ ενικό ενεστώτα borders
αόριστος bordered
παθητική μετοχή bordered
ενεργητική μετοχή bordering

border (en)

  1. συνορεύω, για χώρες
    Greece borders Albania
    H Ελλάδα συνορεύει με την Aλβανία
  2. συνορεύω, σχηματίζω μια γραμμή κατά μήκος ή γύρω από την άκρη κάτι
    My garden borders on his.
    Ο κήπος μου συνορεύει με το δικό του.
    Our gardens border each other.
    Οι κήποι μας συνορεύουν.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

border (fr)

  1. πλαισιώνω
  2. κουκουλώνω, σκεπάζω ένα παιδί στο κρεβάτι του