born
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
born (en) (χωρίς παραθετικά)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γεννημένος, έχω μια φυσική ικανότητα ή δεξιότητα για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή δουλειά
- ↪ He is a born leader.
- Είναι γεννημένος (για) ηγέτης.
- ↪ He is a born leader.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
born (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- born (somewhere/in a country) to (someone/parents)
Πηγές[επεξεργασία]
- born (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- born (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 359. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηγέτης