born

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

born (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) γεννημένος, έχω μια φυσική ικανότητα ή δεξιότητα για μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ή δουλειά
    He is a born leader.
    Είναι γεννημένος (για) ηγέτης.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

born (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • born (somewhere/in a country) to (someone/parents)

Πηγές[επεξεργασία]