borsa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | borsa | borsaj |
αιτιατική | borsan | borsajn |
borsa (eo)
- χρηματιστηριακός, σχετικός με το χρηματιστήριο