botanique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
botanique | botaniques |
botanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
botanique (fr) θηλυκό