bottom line

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Διλεκτικό Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bottom line (en)

  1. το αποτέλεσμα
  2. η ουσία, το κυρίως νόημα, το συμπέρασμα