bouche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
ΔΦΑ : /buʃ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bouche (fr)

  1. στόμα
  2. (κατ’ επέκταση) αυτός που τρώει, το στόμα
    j'ai quatre bouches à nourrir - έχω τέσσερα στόματα να θρέψω
  3. στόμιο
    bouche d'aération - στόμιο αερισμού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • avoir bouche à cour: τρώω χάρη στα έξοδα του βασιλιά (έκφραση που υπήρχε στις Βερσαλλίες)