bouncer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bouncer < bounce + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bouncer (en)

  • ο πορτιέρης σε μπαρ, νυχτερινά κέντρα (αυτός που "δουλεύει πόρτα")