boutique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boutique (en)

  1. μικρό μαγαζί, μπουτίκ
    • προϊόν από μικρή εταιρεία· συνήθως πιο ακριβό από τα προϊόντα των μεγάλων βιομηχανιών
      και πιο περιορισμένου κοινού (εστιασμένο και καλύτερο για ορισμένο σκοπό)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

boutique (fr) θηλυκό