boxer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boxer | boxers |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boxer (en)
- (αθλητισμός) ο πυγμάχος, ο μποξέρ
- ↪ That boxer hits hard.
- Αυτός ο πυγμάχος χτυπάει σκληρά.
- ↪ That boxer hits hard.
- μποξέρ, ράτσα σκυλιών
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
boxer (fr)