braderie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
braderie braderies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

braderie (fr) θηλυκό

  1. το παζάρι ξεπουλήματος
  2. το ξεπούλημα

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη brader