braise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- braise < breze < αγνώστου ετύμου, ίσως γερμανικού
- braise < brésiller
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
braise | braises |
braise (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- des yeux de braise: μαύρα, λαμπερά μάτια
- être sur la braise
- souffler sur la braise, souffler sur les braises: ρίχνω λάδι στη φωτιά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
braise (fr) θηλυκό
- (αργκό) (παρωχημένο) το παραδάκι