brigade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- brigade < (άμεσο δάνειο) ιταλική brigata
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brigade | brigades |
brigade (fr) θηλυκό
- στον στρατό, στην αστυνομία, στη δημόσια διοίκηση ή οπουδήποτε αλλού, σώμα με ειδικές αρμοδιότητες
- (στρατιωτικός όρος) η ταξιαρχία