brisk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | brisk |
συγκριτικός | brisker / more brisk |
υπερθετικός | briskest / most brisk |
brisk (en)
- ζωηρός, ενεργητικός
- ↪ brisk walking - ζωηρό βάδισμα
Ρήμα[επεξεργασία]
brisk (en)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Αλβανικά (sq)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
brisk (sq)
- το ξυράφι