bronchoscope
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bronchoscope | bronchoscopes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bronchoscope (fr) αρσενικό
- το βρογχοσκόπιο
ενικός | πληθυντικός |
bronchoscope | bronchoscopes |
bronchoscope (fr) αρσενικό