broutage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
broutage | broutages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
broutage (fr) αρσενικό
- η βόσκηση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη brouter
ενικός | πληθυντικός |
broutage | broutages |
broutage (fr) αρσενικό