bułka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bułka (pl) θηλυκό
- το ψωμάκι
- (ειδικότερα) το στρογγυλό ψωμάκι
- (μεταφορικά) οι κοιλιές, οι πατσές
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- bułka paryska: ψωμάκι (μακρόστενο)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- στην πολωνική κουζίνα, αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή ψωμιού που σερβίρεται σε εστιατόρια και που χρησιμοποιείται για σάντουιτς