bucho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bucho | buchoj |
αιτιατική | buchon | buchojn |
bucho (eo)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bucho (pt)