budgétaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- budgétaire < budget
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
budgétaire | budgétaires |
budgétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- σχετικός με προϋπολογισμό