bum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
bum (en)
- αλήτης, τσόγλανος
- που είναι χαμηλής ποιότητας, κακός
- that's the third time he's given me bum advice about the stock market
- είναι η τρίτη φορά που μου έχει δώσει κακές συμβουλές για το χρηματιστήριο
- that's the third time he's given me bum advice about the stock market
- δυσάρεστος, άσχημος (κυρίως για μαστούρα)
- I cannot do shrooms and alcohol together, I always have a bum trip
- για μέρος του σώματος που δεν λειτουργεί καλά, συνήθως λόγω παλιού τραυματισμού, χτυπημένος
- I don't walk much anymore because of my bum leg
- δεν περπατάω πολύ πια εξαιτίας του χτυπημένου μου ποδιού
- I don't walk much anymore because of my bum leg
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bum (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
bum (en)
- κάνω τράκα
- Can I bum a cigarette off you?
- Να σου κάνω τράκα ένα τσιγάρο;
- Can I bum a cigarette off you?
- τα κάνω κώ λο, τα κάνω θάλασσα-μαντάρα