burete
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλίση του burete
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un burete | buretele | nişte bureți | bureții |
γενική | a unui burete | buretelui | a unor bureți | bureților |
δοτική | a unui burete | buretelui | a unor bureți | bureților |
αιτιατική | un burete | buretele | nişte bureți | bureții |
κλητική | — | - | — | - |
burete (ro) αρσενικό
- το σφουγγάρι