buse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Buse

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
buse buses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

buse (fr) θηλυκό

  1. (πτηνό) είδος γερακιού
     συνώνυμα: bondrée
  2. (μεταφορικά, οικείο) χαζός, ανόητος
     συνώνυμα: bête
  3. σωλήνας
     συνώνυμα: conduit, tuyau



Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

buse < bus- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

buse (eo)



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

buse < (άμεσο δάνειο) περσική بوسه (bôse)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /buːˈsɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

buse (tr)

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. buse - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν