busted
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
busted (en)
- που πιάστηκε επ' αυτοφώρω
- (αργκό) χωρίς λεφτά, απένταρος, ταπί
- (αργκό) κουρασμένος, εξαντλημένος
- (αργκό) σπασμένος, χαλασμένος, που δεν λειτουργεί
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
busted (en)