byle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Μόριο[επεξεργασία]
byle (pl) θηλυκό
- να 'ναι (μόριο που προηγείται ουσιαστικού ή αντωνυμίας και δηλώνει πως είναι αδιάφορο το τι είναι το ουσιαστικό ή η αντωνυμία)
- byle kto / byle z kim - όποιος να 'ναι / με όποιον να 'ναι