bzdura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bzdura | bzdury |
γενική | bzdury | bzdur |
δοτική | bzdurze | bzdurom |
αιτιατική | bzdurę | bzdury |
οργανική | bzdurą | bzdurami |
τοπική | bzdurze | bzdurach |
κλητική | bzduro | bzdury |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bzdura (pl) θηλυκό