cabriole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.bʁi.jɔl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cabriole | cabrioles |
cabriole (fr) θηλυκό
- το χοροπήδημα
- (μεταφορικά) αστεϊσμός με τον οποίο ξεφεύγουμε από κάποια δυσάρεστη συζήτηση