cachette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cachette | cachettes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cachette (fr) θηλυκό
- η κρυψώνα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη cacher
ενικός | πληθυντικός |
cachette | cachettes |
cachette (fr) θηλυκό